ἄβα — ἄ̱βᾱ , ἀβάω attain imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄβᾱ , ἀβάω attain pres imperat act 2nd sg ἄβᾱ , ἀβάω attain imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄβα — Ἄβας masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκάρντνερ, Άβα — (Ava Gardner,Βόρεια Καρολίνα 1922 – Λονδίνο 1990). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Αυτή που κάποτε ονομάστηκε «η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου», ειδικεύτηκε σε ρόλους μοιραίας γυναίκας, για σχεδόν δύο δεκαετίες στο Χόλιγουντ. Αν και… … Dictionary of Greek
ἀβάντων — ἀβά̱ντων , ἀβάω attain pres part act masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀβά̱ντων , ἀβάω attain pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβάσομεν — ἀβά̱σομεν , ἀβάω attain aor subj act 1st pl (epic doric aeolic) ἀβά̱σομεν , ἀβάω attain fut ind act 1st pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄβας — Ἄβᾱς , Ἄβαι fem acc pl Ἄβᾱς , Ἄβας masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασίων — ἀβᾱσίων , ἀβάω attain fut part act masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβαείο — Κοινότητα μοναχών, διοικούμενη από έναν αβά. Επίσης το σύνολο των κτιρίων, όπου η κοινότητα αυτή μένει μόνιμα. Ιστορικά, η εμφάνιση των α. ως μόνιμων κοινωνικών οργανισμών, εγκατεστημένων σε ειδικά κτιριακά συγκροτήματα, συνδέεται κυρίως, αν και… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek